- κλανομούστακος
- κλανομούστακος, -ον (Μ)σκωπτικό επίθ. για τη γενειάδα («κλανομούστακον γενειάδα», Σπανός).[ΕΤΥΜΟΛ. < κλάνω + -μούστακος (< μουστάκι), πρβλ. αγριο-μούστακος, ξανθο-μούστακος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.